- πλυνομένων
- πλῡνομένων , πλύνωAcut. (Sp.)pres part mp fem gen plπλῡνομένων , πλύνωAcut. (Sp.)pres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλαίρυπος — ὁ, Α 1. νερό με ξέπλυμα από μπουγάδα 2. θολό και βρόμικο νερό 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν πλυνομένων ἱματίων ῥύπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + ῥύπος] … Dictionary of Greek